Το μοναστήρι είναι χτισμένο στο νότιο τμήμα του οικισμού και δεν έχει επαφή με τη λίμνη. Τα ιστορικά στοιχεία για τη μονή είναι ελάχιστα. Το αρχικό κτίσμα του καθολικού, που πιθανώς αναγόταν ακόμα και στην υστεροβυζαντινή περίοδο, καταστράφηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα, στο 1821-22.
Ο ναός ξαναχτίσθηκε λίγα χρόνια αργότερα, πιθανώς με τη συμβολή της συντεχνίας των γουναράδων, η οποία είχε την επιμέλεια της μονής, κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Το νέο κτίσμα ενσωμάτωσε τα λείψανα του παλαιότερου ναού. Το καθολικό του μοναστηριού περιλαμβάνει μονόχωρο ναό με ξύλινη στέγη , κλειστό νάρθηκα στα δυτικά με πηγάδι και μικρό ενσωματωμένο κελί στα νότια του νάρθηκα. Στο ιερό σώζονται τοιχογραφίες που απεικονίζουν την Πλατυτέρα στην αψίδα, τον Επιτάφιο Θρήνο στην πρόθεση, την Ανάληψη στον βόρειο τοίχο και την Πεντηκοστή στο νότιο. Σύμφωνα με την επιγραφή που σώζεται στην νότια πλευρά του ιερού, οι τοιχογραφίες αυτές είναι έργο του γιαννιώτη ζωγράφου Θεοδοσίου και του γιου του Κωνσταντίνου οι οποίοι αγιογράφησαν και το ιερό του μητροπολιτικού ναού των Ιωαννίνων. Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού έγιναν στα 1918 και έχουν αποδοθεί στο ζωγράφο Πολύκαρπο Αναστασίου, από τους Χιονιάδες Κόνιτσας.
Στα κειμήλια του μοναστηριού ανήκουν ορισμένα λειτουργικά βιβλία του 17ου-19ου αιώνα και ένας σταυρός αγιασμού από επιχρυσωμένο ασήμι , του 1821.
Στο χώρο περιμετρικά της μονής συναντά κανείς κατάλοιπα των οχυρωματικών έργων του Αλή Πασά, κατά την διάρκεια της πολιορκίας του από τα σουλτανικά στρατεύματα το 1822 καθώς επίσης και τμήμα των τουρκικών πυροβολείων της πλαγιοφυλακής του Μπιζανίου ,τα οποία αποτέλεσαν μέρος του αμυντικού ιστού κατά την διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τον ελληνικό στρατό το 1913.